- ενώνω
- (AM ἑνῶ, -όω)1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ' ακολουθεί», Δ. Σολωμός)3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή περισσότερα στοιχεία νέο χημικό μίγμα, χημική ένωση(α. «ενώνω το οξυγόνο και το υδρογόνο» β. «ἑνωθήσεται καὶ ἀμφότερα ἕv γενήσεται σῶμα», Σέξτ. Εμπ.)4. συνδέω, συζευγνύω5. συνδέω με αμοιβαία αισθήματα, σχέσεις (α. «μάς ενώνει θερμή φιλία» β. «οὐδὲν οὕτως συγκολλᾷ καὶ ἑνοῑ τῷ θεῷ», Ιω. Χρυσ.)νεοελλ.1. συνδέω με συρραφή ή συγκόλληση («ενώνω τα μανίκια με το φουστάνι»)2. (για τρεχούμενα νερά) συρρέω, συμβάλλω («ποταμοί, τα ρέματα ενωμένα», Παλαμάς)μσν.1. προσθέτω2. μέσ. συναντιέμαι3. μέσ. συνέρχομαι, συνουσιάζομαι, ζευγαρώνω4. παντρεύομαι5. συναναστρέφομαι6. συνδέομαι φιλικά7. συγκρούομαι («ὡς ἀετοὶ πετάμενοι ἑνώθησαν οἱ δύο», Διγ.)8. (μτβ. και αμτβ.) συναντώ9. (η παθ. μτχ. ουδ. ως ουσ.) τὸ ἡνωμένοντο ον (Δαμάσκ.)αρχ.1. συνδυάζω («ἑνοῡν τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν», Φίλ.)2. παθ. (φιλοσ.) πραγματώνω τήν κατά τον Πλωτίνο ένωση με το θείο3. (η παθ. μτχ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡνωμένοι(για στράτευμα) οι συντεταγμένοι στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους ασύντακτους4. φρ. «ἑνῶ τινα τῇ γῇ» — ενταφιάζω, θάβω5. (η παθ. μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡνωμένα (Λογγίν.)ονόματα ή προτάσεις σε ενικό αριθμό.
Dictionary of Greek. 2013.